ακρασόβρεχτος

ακρασόβρεχτος
-η, -ο [κρασοβρέχω]
αυτός που δεν βράχηκε με κρασί (λέγεται συνήθως γι’ αυτόν που τάφηκε βιαστικά ή αδιάφορα χωρίς τα παραδεδομένα έθιμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”